χουρμαδιά

χουρμαδιά
Bλ. λ. φοίνικας.
* * *
και κουρμαδιά, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ-ες, πληθ. τής λ. χουρμάς + κατάλ. -ιά (πρβλ. καρυδ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χουρμαδιά — η κοινή ονομασία του δέντρου Φοίνιξ ο δακτυλοφόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρμαδιά — κουρμαδιά, η και χουρμαδιά, η το δέντρο φοινικιά, χουρμαδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δέντρο — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • κουρμαδιά — η βλ. χουρμαδιά …   Dictionary of Greek

  • φοίνικας — I Παράλιος οικισμός (566 κάτ., υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Σύρου του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (7 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοίνικας στη Σύρο. II (Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο. Τα λαμπρότερα άστρα… …   Dictionary of Greek

  • φοινίκι — Όνομα 3 οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκάσας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας, έδρα του …   Dictionary of Greek

  • φοινικιά — Όνομα 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Θήρας του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο …   Dictionary of Greek

  • όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”